Μία ἄγνωστη Ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Συχνά μέ ἐρωτοῦν ἄνθρωποι πού μέ ἐμπιστεύονται γιά νά πληροφορηθοῦν περί τῶν Διαλόγων μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, καθ’ ὅτι ἔχουν κυριολεκτικά «ζαλισθεῖ» μέ τόν ὠκεανό κειμένων πού ἔχουν δημοσιευθεῖ γιά τό θέμα αὐτό μεταξύ Ὀρθοδόξων διαφορετικῶν τάσεων καί ἀποροῦν, πῶς, ἐνῶ εἶναι σχεδόν ἀδύνατη καί ἡ ἁπλή συνεννόηση μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν, προσδοκοῦν κάποιοι θετικά ἀποτελέσματα ἀπό τούς Διαλόγους Ὀρθοδόξων μέ Παπικούς;
Τό ἐρώτημα αὐτό ἀλλά καί ἡ εὔλογη ἀπορία τους μέ ὁδήγησε νά ἀναπτύξω ἐκτενῶς τό θέμα στό πλαίσιο ἑβδομαδιαίων Διαλογικῶν Ὁμιλιῶν μου στήν Πνευματική Ἑστία «ΥΠΑΚΟΗ», σέ ἐντελῶς, ὅμως, διαφορετική διάσταση ἀπό τή συνηθισμένη.
Ὡστόσο, μέ παρεκίνησαν ἀρκετοί νά δημοσιοποιήσω τό σκεπτικό μου, σάν μιά σημερινή γραπτή μαρτυρία μου, δεδομένου ὅτι –παρά τίς μικρές μου δυνάμεις– ὑπῆρξα ἕνας ἐκ τῶν παλαιοτέρων ἐπιζώντων, πού ἀρθρογράφησαν στήν Ἐκκλησιαστική Ἐφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» γιά τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἐπί μακρόν ἔχω σιωπήσει.
Πρόκειται γιά μιά Ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν κυρόν Ἱερώνυμον τόν Α΄, γραμμένη στίς 26 Ἰανουαρίου 1971.
Παραθέτω ὁλόκληρη τήν Ἐπιστολή αὐτήν καί κατόπιν θά προχωρήσω στόν σχολιασμό μου:
« Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ
καί συλλειτουργέ τῆς ἡµῶν Μετριότητος
κύριε Ἱερώνυµε,
τήν Ὑµετέραν σεβασµίαν Μακαριότητα
ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ κατασπαζόµενοι,
ὑπερήδιστα προσαγορεύοµεν.
Ἡ ὑποδοχή, τῆς ὁποίας ἔτυχεν ὁ Καρδινάλιος τοῦ Παλέρµο Σεβασµιότατος κ. Φρ. Κάρπινο, παρά τῆς Ὑµετέρας λίαν ἡµῖν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, κατά τήν εἰς Ἑλλάδα ἔλευσιν αὐτοῦ, προὐξένησεν ἐντύπωσιν βαθυτάτην, τήν ὁποίαν ἐπηύξησε τό τελευταίως κυκλοφορῆσαν καί περιελθόν καί εἰς χεῖρας ἡµῶν µετά πολλῶν φωτογραφιῶν βιβλιάριον ἐπί τῆς ὑποδοχῆς ταύτης.
Τό κεντρικόν σηµεῖον τῆς ὑποδοχῆς ἦτο ἡ ἔκδηλος καί αὐθόρµητος θερµότης, µεθ’ ἧς ἡ Ὑµετέρα σεβασµία Μακαριότης ὑπεδέχθη αὐτόν, οἱ ἐκφωνηθέντες ἐν συνεχείᾳ λόγοι, αἱ ἐπισκέψεις, τό γεῦµα ἐν τῇ Μονῇ Πεντέλης καί αἱ λοιπαί ἐκδηλώσεις.
Οὕτω, διά µίαν στιγµήν ὡραµατίσθηµεν τήν Ὑµετέραν φίλην Μακαριότητα ἐπί δίφρου φεροµένην, πρός τήν ὁριστικήν συνάντησιν µεταξύ τῶν δύο πρεσβυγενῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ πράξει.
Εἰς ταύτην ἀντιτίθενται οἱ Θεολόγοι ἡµῶν, ἀλλά δέν λέγουσιν ἡµῖν, πῶς ἐννοοῦσι τήν ἀποκατάστασιν τῶν πραγµάτων µεταξύ τῶν δύο πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκτός ἐάν προτιµῶσι τήν διαιώνισιν τῆς διαιρέσεως.
Οὐδέ ἀπαντῶσιν εἰς τό ἐρώτηµα: Ἀφοῦ διά τῆς ἄρσεως τοῦ Σχίσµατος, τήν 7ην Δεκεµβρίου 1965, ἐπανήλθοµεν αὐτοµάτως εἰς τήν πρό τοῦ 1054 ἐποχήν, καθ’ ἥν ὑπῆρχον µέν διαφοραί µεταξύ τῶν δύο ἐκκλησιῶν καί ἐνίοτε σκληρότερον ἐκδηλούµεναι, ἀλλά διετήρουν τήν ἑνότητα ἐν τοῖς Ἱ. Μυστηρίοις καί ἰδίως ἐν τῷ κοινῷ Ποτηρίῳ, ποῖα νέα µετά τό 1054 ἐµπόδια ἐνεφανίσθησαν κωλύοντα τήν ἐπάνοδον εἰς τήν πρό αὐτοῦ ἐποχήν;
Καί ἐπί τούτοις συγχαίροντες Αὐτῇ ὁλοψύχως καί περιπτυσσόµενοι Αὐτήv καί αὖθις ἐν φιλήµατι ἁγίῳ, διατελοῦµεν µετ’ ἀγάπης ἀδελφικῆς καί ἐξιδιασµένης τιµῆς.
1971 Ἰανουαρίου κς΄
Τῆς Ὑµετέρας σεβασµίας Μακαριότητος
ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός
Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας ».
Τό κείμενο αὐτό εἶναι πράγματι «ντοκουμέντο». Ὄχι γιατί ἀποκαλύπτει γιά ἄλλη μιά φορά τόν οἰκουμενιστικό –ἄνευ ὁρίων– οἶστρο τοῦ ἀξιοθρηνήτου Πατριάρχου, οὔτε γιατί φανερώνει τήν προσπάθειά του νά παρασύρη διά κολακείας τόν πολύ προσεκτικόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἱερώνυμον τόν Α΄, καί, δι’ αὐτοῦ, ὁλόκληρη τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία σέ μιά ὀλέθρια οἰκουμενιστική συμπόρευση. Εἶναι «ντοκουμέντο» γιατί ἀπογυμνώνει τόν Οἰκουμενισμό, «σύν πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ», ἀποδεικνύοντας ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ἕνα ἁπλό ἐκτελεστικό ὄργανο, ἄνωθεν (ἐκ τοῦ Λευκοῦ Οἴκου) κατευθυνόμενο, χωρίς, συνάμα, τήν στοιχειώδη πνευματική μόρφωση, παιδεία ἀλλά καί νοημοσύνη, γιά νά μπορῆ, τοὐλάχιστον, νά κρύψη αὐτή τήν τυφλή ἐξάρτησή του.
Νοεῖται Πατριάρχης νά γράφη ὅτι μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων «ἐπανήλθοµεν αὐτοµάτως εἰς τήν πρό τοῦ 1054 ἐποχήν, καθ’ ἥν ὑπῆρχον µέν διαφοραί µεταξύ των δύο ἐκκλησιῶν καί ἐνίοτε σκληρότερον ἐκδηλούµεναι, ἀλλά διετήρουν τήν ἑνότητα ἐν τοῖς Ἱ. Μυστηρίοις καί ἰδίως ἐν τῷ κοινῷ Ποτηρίῳ, ποία νέα µετά τό 1054 ἐµπόδια ἐνεφανίσθησαν κωλύοντα τήν ἐπάνοδον εἰς τήν πρό αὐτοῦ ἐποχήν;»!
Εἶχε τό “κουράγιο” νά ἐρωτᾶ τούς θεολόγους περί τοῦ τί ἄλλαξε ἀπό τοῦ 1054 ἕως τοῦ 1971 (πού ἔγραψε τήν Ἐπιστολή του), ἐνῶ ταυτόχρονα ὁ Πατριάρχης ἦταν “γυμνός” ἀκόμη καί ἀπό στοιχειώδη Ἱστορική γνώση; Δέν εἶχε, ἄραγε, ποτέ πληροφορηθεῖ περί τῶν Σταυροφοριῶν, περί τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, περί τῆς ἐγκαθιδρύσεως Κράτους μέ Ἀρχηγό (=Πρόεδρο) τόν Πάπα, περί ὑπουργοποιήσεως τῶν Ἐπισκόπων καί τῆς μετατροπῆς τους σέ Καρδιναλίους;
Δέν εἶχε πληροφορηθεῖ ὅτι οἱ Λατίνοι –μετά τήν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης ἀπό τούς Φράγκους τοῦ Καρλομάγνου– ἔπαψαν, ὁριστικά πιά, νά θεολογοῦν «ἁλιευτικῶς» καί θεολογοῦν «ἀριστοτελικῶς», ἔχοντες τόν Ἀριστοτέλη «ὡς τρίτον καί δέκατον τῶν Ἀποστόλων»; Δέν εἶχε πληροφορηθεῖ τούς σχετικούς μέ αὐτά ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τό «Συνοδικόν της Ὀρθοδοξίας» ἁπάσης, πού ἀνυψώνει τόν Ἅγιον Παλαμᾶν ὡς Οἰκουμενικόν Διδάσκαλον;
Δέν εἶχε πληροφορηθεῖ ὅτι στή Δύση δέν ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀλλά Ἀρχηγός Κράτους καί, μάλιστα (ὅπως πολύ εὔστοχα σχολιάζει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός), ὄχι ἀπό τό Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων ἀλλά ἀπό τούς ὑπουργούς του, τούς Καρδιναλίους;
Δέν εἶχε πληροφορηθεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς πτώσεως τοῦ «Ἑωσφόρου τῆς Δύσεως», πού αὐτοανακηρύχθηκε Ἀλάθητος(!) καί ὑποκατέστησε τήν Ἐκκλησία μέ τόν ἑαυτόν του, δηλαδή, μέ ἕνα ἄτομο, τό ὁποῖο δέν λογαριάζει κανέναν καί δέν δίνει λογαριασμό σέ κανέναν;
Τό Σχίσμα τῆς Δύσεως ἀπό τήν Ἀνατολή εἶναι μόνο θέμα ἀναθεμάτων; Εἶναι θέμα πού λύεται διά τῆς ἀναγνώσεως αὐτοσχεδίων εὐχῶν σκοπιμότητος; Γιατί, βεβαίως, Εὐχή γιά ἄρση Ἀναθέματος κατά τῆς πλάνης τοῦ Ἑωσφόρου δέν ἔχει ποτέ συνταχθεῖ μέ τήν Χάριν καί τόν Φωτισμόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!
Ὅμως, ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ἀθηναγόρου δέν πάσχει μόνο ἀπό Ἱστορική καί Θεολογική γυμνότητα, ἀλλά φανερώνει καί τήν ἀλαζονεία καί ἀφροσύνη ἑνός Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος, ἄν καί παντελῶς ἄγευστος τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος, ἀλαζονεύεται ὅτι ἀποκατέστησε τό κῦρος τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἄρση τοῦ Ἀναθέματος κατά τῶν Παπικῶν, ἀνυψώνοντας ἔτσι τόν ἑαυτόν του ἐπάνω ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, βλασφημῶν κατ’ οὐσίαν κατά τῶν ἁγίων ἐννέα αἰώνων καί, μάλιστα, ἁγίων, ἰσοστασίων τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν!
Τό λυπηρό γιά τό Ὀρθόδοξο Πλήρωμα εἶναι ὅτι, ἀντί νά Ἀναθεματισθῆ, ὁ τόσον βαρέως βλασφημήσας κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Πατριάρχης, οἱ μετά τόν Ἀθηναγόρα Πατριάρχαι ἐδήλωσαν ὅτι θά ἀκολουθήσουν τά ἴχνη του!
Μέ ποιό, ὅμως, σκεπτικό;
Συνυπέγραψαν αὐτήν τήν Ἐπιστολή ἤ τό νόημά της;
Ἀγνόησαν καί ἐκεῖνοι τήν Ἱστορική πραγματικότητα, χάριν τῆς ὑλοποιήσεως τῆς σκοπιμότητος, πού ἐγκαινίασε ὁ Πρόεδρος Τρούμαν, μέ τό νά ἐγκαταστήση στήν Κωνσταντινούπολη τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, μεταφέροντάς τον ἀπό τήν Ἀμερική μέ τό Προεδρικό του ἀεροπλάνο; Ἄν ὄχι, τότε, γιατί ἀκολουθοῦν τά ἴχνη του;
Ἡ «σκοπιμότητα Τρούμαν» ἦταν νά μή ἀρκεσθῆ ἡ Ἀμερική στήν Πολιτική κηδεμονία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά διά τῆς Πολιτικῆς νά «ἀστυνομεύεται» καί ἡ Ἐκκλησία –ἡ Ὁποία στήν Ἑλλάδα ἐπηρεάζει πολύ τόν λαό– ὥστε νά ἐξυπηρετοῦνται ἀπόλυτα τά συμφέροντά της, ἀλλοτριώνοντας μέ τόν Οἰκουμενισμό τήν Πίστη καί, διά τῆς ἀλλοτριώσεως αὐτῆς, νά διασπασθῆ ἡ συνοχή τοῦ Γένους μας.
Μέ ἕνα λόγο, ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἕνα ὄργανο πολιτικό, πού δέν ξεκίνησε ἀπό κληρικούς ἀλλά ἀπό πολιτικούς –ἀπό τόν πολύ προβληματικόν Μανουήλ Κομνηνόν μέχρι τόν Αὐτοκράτορα τῆς Ἁλώσεως Κωνσταντῖνον Παλαιολόγον, καί ἀπό τόν Τρούμαν (διά τοῦ Ἀθηναγόρα) μέχρι σήμερα– πού χρησιμοποιοῦν τήν Ἐκκλησία γιά τίς ἐξουσιαστικές τους σκοπιμότητες. Ἡ οὐσιώδης, ὅμως, διαφορά ἔγκειται στό ὅτι, ἐνῶ πρό τῆς Ἁλώσεως ὁ Οἰκουμενισμός ἐπιβάλλεται στήν Ἐκκλησία ἀναγκαστικά ἀπό τούς Αὐτοκράτορες τῆς παρακμῆς, μετά τόν Ἀθηναγόρα ἔχουμε ἑνιαία οἰκουμενιστική γραμμή πολιτικῶν καί Πατριαρχῶν, σέ βαθμό, μάλιστα, νά προτρέχουν οἱ Πατριάρχαι καί νά ἀναδεικνύονται «βασιλικότεροι τῶν βασιλέων» σέ σπουδή γιά Οἰκουμενισμό!
Ὁ Οἰκουμενισμός, μέ τή δομή καί τίς ἐπιδιώξεις του δέν ἐξυπηρετεῖ τήν Ὀρθοδοξία, οὔτε τόν χριστιανισμό, ἀλλά μόνο τούς πολιτικούς σχεδιασμούς, γι’ αὐτό καί δέν ἀντέχει οὔτε κἄν σέ στοιχειώδη Θεολογικό Διάλογο. Δέν ἀντέχει, οὔτε σέ διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἑτεροδόξων, ἀλλ’ οὔτε σέ διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Οἰκουμενιστῶν, γιατί γιά νά “ἀντέξη” πρέπει νά γκρεμισθῆ ἐκ βάθρων ἡ Ὀρθοδοξία! Πῶς, ἄλλωστε, μπορεῖ νά γίνη θεολογική συζήτηση μέ ἀνθρώπους πού ἄλλοτε “καταπίνουν” τούς αἰῶνες γιά νά κάνουν λήψη τοῦ ζητουμένου, ὅπως, π.χ. διαβάζουμε στήν Ἐπιστολή Ἀθηναγόρου, καί ἄλλοτε διαγράφουν ἀκόμη καί τίς ἀλάθητες καί αἰώνιες Ἁγιογραφικές προσταγές, ὅπως «αἱρετικόν ἄνθρωπον µετά µίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. 3,10), ἀντικαθιστῶντας τις μέ ἐπινοήσεις τοῦ τύπου: «δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχη διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς Ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν, διά τήν τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπη καί τῇ ἐλπίδι»(!), ὅπως διαβάζουμε σέ κείμενο τοῦ σημερινοῦ Πατριάρχου μας (Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ.Κανόνων και τῶν Κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σ.73).
Δηλαδή, μᾶς δηλώνεται ρητά μέ τό κείμενο αὐτό ὅτι ὅλοι ἐμεῖς στό ἑξῆς καλούμεθα νά μή δίνουμε καμμιά ἀπολύτως σημασία στό ἐν προκειμένῳ πρόσταγμα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, ἐφ’ ὅσον οἱ σημερινοί «ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας» ἀκολουθοῦν διαφορετική ἀπό τόν Ἀπόστολον Παῦλον τακτική στήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν! Καί αὐτό θά ἰσχύη πάντοτε. Ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας θά ἀποφαίνονται οἱ κατά περιόδους ἐν ζωῇ «ἐκπρόσωποι Αὐτῆς» ὡς αὐθεντικοί ἑρμηνευτές τῆς Ἐκκλησίας!
Τά πράγματα μεθοδεύονται σταδιακά καί μέ ἐκκλησιαστική ἐπισημότητα ἀλλά θά ἔχουν τήν κατάληξη πού εἶχαν πάντοτε οἱ ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, πού δέν ἔφεραν τήν σφραγῖδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Προσπαθοῦν νά ἐπιβάλλουν καί στήν Ὀρθοδοξία τίς ἀρχές τῆς κωδικοποιήσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού ἐπενόησαν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ διάδοχοί τους Ἰησουΐτες, ὥστε καί οἱ Ἱ. Κανόνες ἀλλά καί ἡ Ἁγία Γραφή νά “κόβονται καί νά ράβονται” στίς ἀπαιτήσεις τῆς πολιτικῆς μόδας κάθε χρονικῆς περιόδου. Αὐτό σχεδιάζεται «ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ σιγῇ» ἀπό τήν μελετωμένη Πανορθόδοξον Σύνοδον, κατά τήν ὁποία φιλοδοξοῦν νά συνταχθῆ –μεταξύ τῶν ἄλλων– ἕνας Νέος Κῶδιξ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος «θά τροποποιήση καί θά καταργήση ἀναποφεύκτως καί κανόνας τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων» (ὅ.ἀ. σελ. 93), ὅπως εἰσηγεῖται ὁ Πατριάρχης μας στήν διδακτορική του διατριβή!
Ἡ ἐπικρατοῦσα οἰκουμενιστική συλλογιστική ὑποστηρίζει ὅτι τάχα οἱ ἀλλαγές πού εἰσάγονται στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἐξωτερικές καί δέν θίγουν τήν οὐσία της, ἀφοῦ «ἐκ τῶν Κανόνων παραμένει ἡ ἰδέα, ὁ πυρήν, τό πνεῦμα, αἱ ἐξωτερικαί ἱστορικαί μορφαί αὐτῶν ὑπόκεινται εἰς μεταβολήν καί διαρρύθμισιν συμφώνως πρός τάς νεωτέρας ἀνάγκας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς»! (ὅ.ἀ. σελ. 31).
Εἶναι λυπηρό νά ἀγνοοῦν Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας αὐτό πού ἐγνώριζαν τίμιοι καί εὐσεβεῖς Κυβερνῆτες, ὡς πρός τήν ἀνάγκη ἀκριβείας, ὄχι μόνο τοῦ πνεύματος ἀλλά καί τοῦ γράμματος τῆς Νομοθεσίας, ὅπως ἡ Μεγάλη Αἰκατερίνη τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία σημειώνει: «Οὐδὲν ἐπισφαλέστερον τοῦ κοινοῦ ἐκείνου καὶ τετριµµένου ἀξιώµατος. “πρέπει νὰ ἐκλαµβάνῃ τὶς τὸ πνεῦµα τοῦ Νόµου, καὶ ὄχι νὰ προσκολλᾶται εἰς τὸ Γράµµα”. Οὕτω διωρύσσεται τὸ πρόσχωµα τὸ ἀντιφράττον τὸν χειµάῤῥουν τῶν ὑπολήψεων… Ἕκαστος τῶν ἀνθρώπων βλέπει τὰ πράγµατα καθ’ ἕνα τινὰ τρόπον ἰδιάζοντα, καθ’ ὅν παρίστανται εἰς τὴν φαντασίαν αὐτοῦ. Ἠθέλαµεν ἰδῇ τὴν τύχην ἑνός Πολίτου νὰ µεταβάλλεται, µεταφεροµένης τῆς αὐτοῦ δίκης ἀπὸ ἕν εἰς ἄλλο Κριτήριον καὶ τὴν ζωὴν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἐξηρτηµένην ἀπὸ τὸν παραλογισµὸν, ἤ ἀπὸ τὴν ἀθυµίαν καὶ σκυθρωπότητα τοῦ Κριτοῦ αὐτοῦ. Ἠθέλαµεν ἰδῇ τὰ αὐτὰ ἐγκλήµατα κολαζόµενα διαφερόντως εἰς διαφόρους καιρούς ἀπὸ τὸ αὐτὸ Κριτήριον, ἄν ὁ Κριτὴς ἤθελε νὰ συµβουλεύεται, ὄχι τὴν φωνὴν, τὴν σταθερὰν ἑνὸς Νόµου ἀµετατρέπτου, ἀλλὰ τὴν ἄστατον καὶ ἀπατηλὴν τῶν αὐτεξουσίων διερµηνεύσεων»! («Εἰσήγησις», Ἄρθρο 153, μεταφρ. Εὐγενίου Βουλγάρεως, ἐκδ. ΥΠΑΚΟΗ, Ἀθῆναι 2013).
Τά πράγματα, λοιπόν, εἶναι πολύ διαφορετικά. Δέν ἀλλοιώνεται μόνο ἡ οὐσία τῶν Ἱ. Κανόνων μέ τήν σχεδιαζομένη κωδικοποίησή τους ἀλλά ἀνατρέπεται ἀκόμη καί ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως διαπιστώσαμε στό ἀνωτέρω παράδειγμα τῆς προτροπῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου!
Βέβαια, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀνθίσταται, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, καί δέν ὑπηρετεῖ τόν Οἰκουμενισμό, στόν βαθμό τοὐλάχιστον, πού θά ἤθελε ἡ Ἀμερική, καί γι’ αὐτό μέχρι σήμερα οἱ Ἑλληνικές Κυβερνήσεις, ὄχι μόνο δέν φροντίζουν νά ἑνώσουν, ἀλλά συντηροῦν καί καλλιεργοῦν τήν διάσπαση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἱεραρχίας σέ Ἱεραρχία τῶν Παλαιῶν καί τῶν Νέων Χωρῶν, ὥστε νά εἶναι ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἕτοιμη καί ἡ ὁρολογία γιά νά γίνουν οἱ Μητροπόλεις τῶν Νέων Χωρῶν, ἄλλες Χῶρες!
Ἄν κάποιοι πιστεύουν ὅτι δέν ἔχουμε δίκιο στή θεώρηση τοῦ θέματος αὐτοῦ θά πρέπει νά μᾶς δώσουν μιά πειστική ἀπάντηση γιά τό ποιό εἶναι τό νόημα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μέ τούς Ἑτεροδόξους; Τί συζητοῦν ἐκεῖ; Δέν ἔχουν βιβλία νά διαβάσουν οἱ Ἑτερόδοξοι ἤ ἔχουν ἀλλά δέν τά καταλαβαίνουν καί πρέπει νά τούς τά ἐξηγήσουν οἱ δικοί μας; Δέν ὑποτιμοῦμε τήν νοημοσύνη ὅλων μας μέ αὐτήν τήν τακτική;
Ἡ Ἱστορία τῶν ἀπό Ἀθηναγόρου ἐτῶν δέν ἔδειξε ἁπλῶς ἀλλά ἀπέδειξε, ὅτι ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι ὅτι στούς Διαλόγους αὐτούς συζητοῦν γιά τό πῶς θά ἐξαφανίσουν τήν Ἱστορία ἐννέα αἰώνων καί, ταυτόχρονα, πῶς θά κρατήσουν τά πρακτικά πολιτικά ἀποτελέσματα τῶν παραχαράξεων τῆς Πίστεως.
Καί συζητοῦν Ὀρθόδοξοι μέ Παπικούς, χωρίς κἄν νά ὑποψιάζονται οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι συζητηταί ὅτι χρησιμοποιοῦνται. Ὅτι δέν συζητοῦν μέ Ἐπισκόπους τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μέ τό Βατικανό, δηλαδή μέ τούς Πολιτικούς τῶν Πολιτικῶν!
πρωτ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 146 Ὀκτώβριος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου