Β´\ 1 ΤΟΥ δὲ ᾿Ιησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐν ἡμέραις ῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς ῾Ιεροσόλυμα 2 λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.3 ᾿Ακούσας δὲ ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα ῾Ιεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ, 4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. 5 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· 6 καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ ᾿Ιούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν ᾿Ιούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν ᾿Ισραήλ.
7 Τότε ῾Ηρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, 8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. 9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· 10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, 11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν· 12 καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς ῾Ηρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.
7 Τότε ῾Ηρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, 8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. 9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· 10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, 11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν· 12 καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς ῾Ηρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Όταν o Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας στις ήμερες, πού βασίλευε o Ηρώδης, έφθασαν μάγοι από την Ανατολή στα Ιεροσόλυμα και ρωτούσαν: «πού είναι εκείνος πού γεννήθηκε, o βασιλεύς των Ιουδαίων; Γιατί είδαμε το αστέρι του να ανατέλλει και ήλθαμε να τον προσκυνήσουμε».Όταν άκουσε αυτά o βασιλεύς Ηρώδης ταράχθηκε και μαζί του όλη η πόλη των Ιεροσολύμων και αφού συγκέντρωσε όλους τους αρχιερείς και τους γραμματείς του λαού, ζητούσε να μάθει άπ' αυτούς πού θα γεννηθεί o Χριστός.Εκείνοι δε του είπαν: «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, γιατί είναι γραμμένο στον προφήτη: Και συ Βηθλεέμ γη του Ιούδα δεν είσαι η μικρότερη ανάμεσα στους ηγεμόνες του Ιούδα, γιατί από σένα θα προέλθει ένας αρχηγός, πού θα κυβερνήσει το λαό μου, τον Ισραήλ.Τότε ό Ηρώδης κάλεσε κρυφά τους μάγους και εξακρίβωσε άπ' αυτούς το χρόνο πού φάνηκε το αστέρι. Κατόπιν τους έστειλε στη Βηθλεέμ και τους είπε: «Πηγαίνετε και εξετάσατε ακριβώς για το παιδί. Και όταν το βρείτε ειδοποιείστε με για να έλθω και εγώ να το προσκυνήσω.Αυτοί, αφού άκουσαν τον βασιλέα, έφυγαν. Και να το αστέρι, πού είχαν δει να ανατέλλει προηγείτο, ώσπου ήλθε και στάθηκε επάνω στο μέρος, πού βρισκόταν το παιδί. Μόλις είδαν το αστέρι αισθάνθηκαν μεγάλη χαρά. Και όταν μπήκαν στο σπίτι, είδαν το παιδί μαζί με τη μητέρα του και έπεσαν στη γη και προσκύνησαν κατόπιν άνοιξαν τους θησαυρούς τους και του πρόσφεραν για δώρα χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα. Και επειδή καθοδηγήθηκαν με όνειρο από τον Θεό να μην επιστρέψουν στον Ηρώδη, αναχώρησαν για την πατρίδα από άλλο δρόμο.
από : Ζωηφόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου