Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Η Κυριακή των Βαΐων ~ Ο Χριστός αναποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για αληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος (Φώτης Κόντογλου)


Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία πάνω σ’ ένα πουλάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».
Η Βαϊοφόρος, επιστύλιο τέμπλου, 12ος αι.,
Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος.
Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχ­τρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε πάνω σε χρυσά αμάξια για να μπουν στη πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι’ οι σημαίες κ’ οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπασμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ’ ένα αμάξι φορτωμένο με λογής-λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος. Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλειδωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε ματωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσαν περήφανα και τεντωμένα, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο. Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ’ αμάξι του πολέμαρχου, που καθότανε σ’ ένα θρονί πλουμισμένο μ’ ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βαστούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως να ανοίξει το στόμα του αυτός που το κρατούσε. Άλογα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ’ αυτό το αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε και αυτά καμαρωτά και περήφανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορφο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, και άλλα κορίτσια και αγόρια ρίχνανε λιβάνια και άλλα μυρουδικά σε κάποια μεγάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια. Από πίσω ερχότανε οι σκλάβοι, άντρες και γυναίκες και όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβωμένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνηση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω. Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ’ αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθαμένοι από τα μαρτύρια και από την αγρύπνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ’ οι πλάτες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο. Ανάμεσα τους ήτανε γυναίκες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γριές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στο μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελός και φώναζε και δόξαζε το νικητή και από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ’ όλη τη πολιτεία. Αυτή τη παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».

Ένα τέτοιο θρίαμβο κάνει κι’ ο Χριστός, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι και ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπείνωσης. O Ρωμαίος Ύπατος ήτανε καθισμένος πάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος πάνω σ’ ένα πουλάρι σ’ ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα. Kι’ ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά τη προφητεία. Το χέρι του δε βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερχόταν και κείνος, μα ένα πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστο, πόλεμο καταπάνω στη κακία και στη ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκουραστεί απ’ αυτό το πόλεμο, αλλά πήγαινε ν’ αρχίσει άλλον, πιο σκληρό, και να στεφανωθεί μ’ αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ’ ένα ξύλο σαν κακούργος. Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμένους υποτακτικούς, αλλά από άκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Και ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευθέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του. Σάλπιγγες και τύμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογημένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊδούρι και να περάσει. Και αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας το Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μήτε άλογο ακριβοσελωμένο, μήτε καμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειωμένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊδούρι. Ποιό μάτι δεν δακρύζει άμα συλλογιστεί αυτό το μυστήριο ! Ο Χριστός αναποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για αληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιός όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το πουλάρι με το σκοινένιο καπίστρι και όχι τ’ αφρισμένα τάλογα που χλιμιντράνε καμαρωτά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με το βασιλιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ; Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε και οι άντρες αντρειεύονται. Τα ίδια λέγανε και οι αρχιερείς κ’ οι σπουδασμένοι κ’ οι γραμματείς. Διαβάσανε το ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε το Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ’ αυτόν που υμνολογούσανε. Εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι’ αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψουμε ; Η ματαιότητα κ’ η περηφάνια, μας κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να πάμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμαστε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ’ ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν αγαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός; Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, το Λάζαρο. Ποιός ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρανός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι’ όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγγέλιο πως είχε ο Χριστός στο κόσμο, και αυτός ήτανε φτωχός κι’ αγράμματος. Μα ποιός από μας αγαπά αύτη τη πλούσια φτώχια του Χριστού; Απ’ όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ’ η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλύτερα αν γυρίσεις και δεις γύρω σου και ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ’ οι παντοδύναμοι αφέντες που κάνανε τους θριάμβους όπου ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τί γινήκανε κι’ αυτοί κι’ οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλάμια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιός τους φέρνει στο νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνιες, φοβέρες, φωνές, όλα πέσανε σ’ ένα λάκκο και χαθήκανε και σβήσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τί απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων ; Τίποτα και ακόμα πιο λίγο από τίποτα. Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ’ αυτά που βλέπει και σ’ αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά το δρόμο που τραβήξανε και κείνοι και σέρνει με ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί είναι «νεύρο σιδερένιο ο τράχηλός του». Τ’ αυτιά του είναι σφαλιστά σε Κείνον πού λέγει: «Εγώ είμαι Θεός πρώτος και στα επερχόμενα εγώ είμαι. Εγώ θα βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ θα τα αναπαύσω». Εκείνος που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις άπλες ψυχές στον αιώνα κ’ είναι για αυτές τροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά το λόγο πού λέγει : «θα ευφρανθεί η καρδιά αυτών που ζητούν τον Κύριο». Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστήθηκε. Στο κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής-λογής. Όσοι πονάνε στο κορμί και στη ψυχή κι’ ο πόνος τους καθαρίζει και τους πηγαίνει στο Θεό, αυτοί είναι οι αγαπημένοι του Χριστού και περπατάνε στη στράτα του με το φως του το παρηγορητικό. Οι άλλοι υποφέρουν άγονα. Γι αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: «Τώρα χαίρομαι, όχι γιατί λυπηθήκατε, αλλά διότι λυπηθήκατε κατά Θεό… Γιατί η κατά Θεό λύπη κατεργάζεται μετάνοια, για σωτηρία..». Γι’ αυτούς που ελπίζουν στο Θεό, δεν μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονο ιδρώτα τους σε ιδρώτα σωτηρίας, αλλά θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με το μαχαίρι της μοίρας. Γι’ αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στο Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο : «Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».

(Φώτης Κόντογλου, Από την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα. )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου